ενδοδερμικός

ενδοδερμικός
-ή, -ό
αυτός που βρίσκεται ή γίνεται μέσα στο δέρμα («ενδοδερμική ένεση»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ενδοδερμικός — ή, ό επίρρ. ά που βρίσκεται ή γίνεται μέσα στο δέρμα: Ενδοδερμικές ενέσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”